- ανεπισκίαστος
- η , ο [ος , ον ]1) незатенённый; незатеняемый; 2) перен. ничем не омрачённый; 3) непомёркнувший; немеркнущий; 4) безупречный; которого невозможно очернить, запятнать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπισκίαστος — η, ο (AM ἀνεπισκίαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί, που διατηρεί την αίγλη του μσν. εκείνος που δεν είναι κρυψίνους, ο ειλικρινής … Dictionary of Greek
ἀνεπισκίαστον — ἀνεπισκίαστος not in the shade masc/fem acc sg ἀνεπισκίαστος not in the shade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκιάστοις — ἀνεπισκίαστος not in the shade masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκιάστου — ἀνεπισκίαστος not in the shade masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκιάστῳ — ἀνεπισκίαστος not in the shade masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείωτος — η, ο (Α ἀμείωτος, ον) [μειώνω] αυτός που δεν μειώθηκε ή δεν μπορεί να μειωθεί, ακέραιος ανέπαφος νεοελλ. 1. (με ηθική σημασία) αυτός που δεν υπέστη ή δεν μπορεί να υποστεί ηθική μείωση, αταπείνωτος, ανεπισκίαστος 2. (με ποιοτική σημασία)… … Dictionary of Greek